- ἅρπεζα
- ἅρπεζα, ἡ,A hedge, Nic.Th.393, 647 (pl.) (expl. by Sch. as foot-hill): —also [full] ἅρπεζος, ἡ, BCH46.405 ([place name] Mylasa).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπάρπεζος — ον, Α αυτός που βρίσκεται κάτω από φράχτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἅρπεζα / ἅρπεζος «φράχτης»] … Dictionary of Greek